- ὑπεκπροφεύγω
- ὑπ-εκ-προ-φεύγω, aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπεκπροφεύγω — Α διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek
ὑπεκπροφύγῃ — ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor subj mp 2nd sg ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροφυγεῖν — ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροφυγών — ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροφύγοιμι — ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροφύγωσιν — ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροφύγηι — ὑπεκπροφύγῃ , ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor subj mp 2nd sg ὑπεκπροφύγῃ , ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
ὑπεκπροέφυγεν — ὑπεκπροφεύγω flee away secretly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)